- ακοντιστής
- οθηλ. -ίστρια αυτός που ρίχνει το ακόντιο: Ο καλός ακοντιστής πρέπει να ασκείται συχνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκοντιστής — darter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντιστής — ο (Α ἀκοντιστής) [ἀκοντίζω] ο αθλητής τού ακοντισμού αρχ. μσν. 1. αυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθανώς καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς 2. οπλίτης ειδικού πολεμικού σώματος … Dictionary of Greek
ἀκοντισταῖς — ἀκοντιστής darter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντισταῖσι — ἀκοντιστής darter masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντισταί — ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστοῦ — ἀκοντιστής darter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστήν — ἀκοντιστής darter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῶν — ἀκοντιστής darter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντιστήρ — ἀκοντιστὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*] … Dictionary of Greek
ιππακοντιστής — ἱππακοντιστής, ὁ (Α) ιππέας ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀκοντιστής (< ἀκοντίζω)] … Dictionary of Greek